- δίσκους
- δίσκοςquoitmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Ίνο, Μπράιαν — (Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, Γούντμπριτζ κομητείας Σάφολκ, Αγγλία 1948 –). Βρετανός μουσικός, συνθέτης, εκτελεστής και παραγωγός. Παρότι δεν είχε μάθει κανένα μουσικό όργανο, άρχισε να πειραματίζεται με πολυκάναλα μαγνητόφωνα … Dictionary of Greek
άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
Κολτρέιν, Τζον — (John William Coltrane, Άμλετ, Βόρεια Καρολίνα 1926 – Νέα Υόρκη 1967). Αφροαμερικανός μουσικοσυνθέτης και σαξοφωνίστας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς στην ιστορία της τζαζ του 20ού αι., μαζί με τους Λούις Άρμστρονγκ, Τσάρλι… … Dictionary of Greek
Μπελαφόντε, Χάρι — (Harry Belafonte, Νέα Υόρκη 1927 ). Αμερικανός ηθοποιός, τραγουδιστής, παραγωγός μουσικής, το πλήρες όνομα του οποίου είναι Χάρολντ Τζορτζ Μπελαφόντε Τζ. Παρακολούθησε μαθήματα σε δραματικές σχολές, όπου γνωρίστηκε με τους Σίντνεϊ Πουατιέ και… … Dictionary of Greek